αιδεσιμότητα

αιδεσιμότητα
η (Μ αἰδεσιμότης) [αἰδέσιμος]
η ιδιότητα τού σεβάσμιου (ως προσαγόρευση και τίτλος έγγαμου ιερέα) («ό,τι πει η αιδεσιμότης σου», «η αιδεσιμότητά του ξέρει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”